- ερκοθηρικός
- ἑρκοθηρικός, -ή, -όν (Α)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι που γίνεται με δίχτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος + θηρικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑρκοθηρικόν — ἑρκοθηρικός of masc acc sg ἑρκοθηρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek